Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Προβολή 2 Δεκεμβρίου 2009 : Ο Χρόνος Που Απομένει


THE TIME THAT REMAINS / LE TEMPS QU’ IL RESTE -ΜΕΓ. ΒΡΕΤΤΑΝΙΑ, ΙΤΑΛΙΑ, ΒΕΛΓΙΟ, ΓΑΛΛΙΑ-2009- 109′

Σκηνοθεσία: Elia Suleiman

Ηθοποιοί: Ali Suliman, Elia Suleiman, Saleh Bakri, Avi Kleinberger, Menashe Noy

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ “ΕΒΔΟΜΗΣ ΤΕΧΝΗΣ” ΓΙΑ ΤΟ 62ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΩΝ ΚΑΝΝΩΝ:

Η ταινία ξεκινά με τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, το 1948, με τον Σουλεϊμάν να ακολουθεί την πορεία των γονιών του, σε μια υπό ισραηλινή κατοχή Ναζαρέτ, όπου αρχίζει η καταπίεση των Παλαιστινίων κατοίκων της πόλης, ο κατ’ οίκον περιορισμός, το πλιάτσικο καθώς και τα βασανιστήρια (συχνά μέχρι θανάτου).

Για να συνεχίσει με τις σημαδιακές περιόδους 1970 και 1982 και να φτάσει ως τις μέρες μας.

Ο Σουλεϊμάν στήνει σκηνές όπου ξεχωρίζουν η έμπνευση, συχνά και το χιούμορ: ένας Αραβας αγωνιστής από το Ιράκ που τρέχει πάνω κάτω χωρίς να είναι σίγουρος για την πορεία του, οι σκηνές του πλιάτσικου, ένα τανκ που σταματά κάθε βράδυ για να ελέγξει δυο Παλαιστίνιους που ψαρεύουν μακριά από τη Ναζαρέτ, καθώς και οι σκηνές στο σπίτι, γύρω από το τραπέζι, με την οικογένεια ν’ αντιμετωπίζει τα διάφορα οικογενειακά αλλά και πολιτικά προβλήματα.

Με τον Σουλεϊμάν, να ερμηνεύει τον εαυτό του, με ένα σοβαρό, ανέκφραστο πρόσωπο (που φέρνει στο νου τον Μπάστερ Κίτον αλλά και τον Ζακ Τατί), υποβάλλοντας πως τίποτα δυστυχώς δεν έχει αλλάξει και πως «ο χρόνος που απομένει» μοιάζει, δυστυχώς, πολύ μ’ εκείνο του 1948, όταν δηλαδή η κατοχή και η καταπίεση ήταν στην ημερήσια διάταξη.

Ανταπόκριση από τις Κάννες για την ΑthensVoice: Γιώργος Κρασσακόπουλος - 22.05.2009:

Ο Παλαιστίνιος Ελία Σουλεϊμάν, έφερε χαμόγελα αλλά και δάκρυα στα μάτια πολλών με το The Time That Remains. Μια βαθιά προσωπική ιστορία, εμπνευσμένη από τα ημερολόγια του πατέρα του που πολέμησε στην αντίσταση εναντίων των ισραηλινών, στα γράμματα της μητέρας του σε συγγενείς και φίλους από την ζωή τους στην Ναζαρέτ όπου παρέμειναν μετά την κατοχή, καθώς και στις εμπειρίες του ίδιου του σκηνοθέτη. Βαθιά πολιτική αλλά μέσα από ένα ιδιαίτερο εσωτερικό φίλτρο, διανθισμένη από το γνώριμο χιούμορ του που θυμίζει κλασσικές στιγμές του βωβού σινεμά, μπλέκοντας την ελαφρότητα με το τραγικό και χτίζοντας στο τέλος αληθινά συγκινητικές σκηνές σε μια σεκάνς που περιγράφει την επιστροφή του στο πατρικό του σπίτι και την συνάντησή του με την μητέρα του, η ταινία μπορεί να μην θέτει ιδιαίτερα υψηλούς στόχους, αλλά αναμφίβολα είναι μια από τις καλύτερες που είδαμε μέχρι τώρα.

Ιστοσελίδα: http://www.letempsquilreste-lefilm.com/

ΤΟ TRAILER ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΕΛΙΑ ΣΟΥΛΕΙΜΑΝ

Ελευθεροτυπία, Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009
Το χιούμορ βοηθά σ’ όλα τα γκέτο, από τη Ναζαρέτ μέχρι το Χάρλεμ
Του ΝΙΝΟΥ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗ
Δεν περιμένεις από Παλαιστίνιο σκηνοθέτη να κάνει κωμωδία. Κι όμως, ο αναγνωρισμένος πια διεθνώς Ελία Σουλεϊμάν, στην ταινία του «Ο χρόνος που απομένει», καταγράφει την απάνθρωπη μεταχείριση 1,5 εκατομμυρίου συμπατριωτών του από το Ισραήλ σε… στιλ βωβού κινηματογράφου και Μπάστερ Κίτον.
Στην ημι-αυτοβιογραφική ταινία του «Ο χρόνος που απομένει», εμπνευσμένη από τα ημερολόγια του πατέρα του, ο Παλαιστίνιος σκηνοθέτης Ελία Σουλεϊμάν («Θεϊκή παρέμβαση») παρακολουθεί την ιστορία και την καταπιεστική πολιτική του Ισραήλ, από το 1948 μέχρι τις μέρες μας, καταγράφοντας την απάνθρωπη μεταχείριση ενάμισι εκατομμυρίου Παλαιστινίων. Με σκηνές απλές, διανθισμένες συχνά μ’ ένα καταλυτικό χιούμορ, φέρνει στο νου τις κωμωδίες του βωβού κινηματογράφου. Ο ίδιος ο Σουλεϊμάν ερμηνεύει τον εαυτό του, μ’ ένα σοβαρό, κάπως θλιμμένο πρόσωπο, θυμίζοντας τον Μπάστερ Κίτον. Συνάντησα πρόσφατα τον 48χρονο, γεννημένο στη Ναζαρέτ, σκηνοθέτη, άνθρωπο ιδιαίτερα φιλικό, αν και με το ίδιο σοβαρό πρόσωπο όπως και στις ταινίες του. Μου μίλησε όχι μόνο για την ταινία του αλλά και για την πολιτική κατάσταση σήμερα στην Παλαιστίνη, τον Προυστ, τον Ομπάμα και τη Νέα Υόρκη, όπου ζει τα τελευταία χρόνια.Σε εμπνέει η βουβή κωμωδία ή οι κωμικοί που στηρίζονται σε οπτικά γκαγκ, όπως ο Μπάστερ Κίτον ή στον ομιλούντα ο Ζακ Τατί;

«Είναι μια ερώτηση που μου κάνουν πολλοί, αλλά πρέπει να σου εκμυστηρευτώ ότι, δυστυχώς, δεν είχα δει ταινίες ούτε του ενός ούτε του άλλου. Είδα ταινίες του Κίτον και του Τατί αφότου γύρισα τις ταινίες μου, γιατί όλοι μου έλεγαν ότι οι ταινίες μας μοιάζουν. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια όπου κυριαρχούσε πάντα το χιούμορ. Και δεν είμαι ο μοναδικός χιουμορίστας στην οικογένεια, τα αδέρφια μου είναι περισσότερο αστεία από μένα. Το χιούμορ είναι κάτι που είτε το έχεις είτε δεν το έχεις».

Αυτές οι σιωπές, όμως, των ταινιών σου δεν έχουν να κάνουν γενικά με τη βουβή κωμωδία;

«Οχι, γιατί δεν ήμουν ποτέ σινεφίλ. Δεν σπούδασα καθόλου κινηματογράφο, δεν παρακολούθησα βουβές ταινίες. Μπορώ να πω ότι ίσως έχω εμπνευστεί περισσότερο από ορισμένους συγγραφείς, που το χιούμορ δεν ήταν το κύριο στοιχείο στο έργο τους, παρά από σκηνοθέτες. Δεν θα έλεγα πως ο Πρίμο Λέβι είναι χιουμορίστας συγγραφέας, αλλά αυτός με έχει εμπνεύσει πολύ. Οπως και ο Καρλ Κράους και ο Γουόλτερ Μπέντζαμιν. Και δεν είναι άνθρωποι με χιούμορ. Δεν διάβαζα ούτε παρακολουθούσα καρτούν ή animation. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια πηγή στην οποία ανατρέχει κανείς. Κάτι στον χαρακτήρα σου δημιουργεί το χιούμορ ή οτιδήποτε άλλο».

Τι το χιουμοριστικό βρίσκεις στον Πρίμο Λέβι;

«Δεν είναι το χιούμορ που με τραβάει σ’ αυτόν, παρ’ όλο που ίσως να έχει και κάποιο χιούμορ. Αυτό που με τράβηξε στο έργο του είναι η τρυφερότητα που υπάρχει σε μια πρότασή του και είναι αρκετή για να σε “κρατήσει” μια ολόκληρη μέρα. Μερικές φορές παίρνω ένα βιβλίο του και διαβάζω μερικές προτάσεις και μου φτάνει. Είναι όπως ο αέρας που αναπνέεις. Ιδιαίτερα όταν είσαι στρεσαρισμένος. Σου προσφέρει ηρεμία και παρηγοριά. Προέρχομαι από μια απλή, μικρομεσαία οικογένεια που μου πρόσφερε την τρυφερότητα αλλά και τη δύναμη να ανταποκρίνομαι στις διάφορες προκλήσεις της ζωής».

Τι σε έκανε να στραφείς στον κινηματογράφο;

«Ενα ψέμα. Στο σχολείο ήμουν περιθωριακός. Το εγκατέλειψα όταν ήμουν 15 χρόνων. Υπήρχε πάντα το ερώτημα “Τι θα κάνεις μετά;”. Κι έτσι, για ψέματα, τους είπα ότι θ’ ασχοληθώ με τον κινηματογράφο. Για να γλιτώσω. Υπήρχε βέβαια σ’ αυτό και κάποια αλήθεια. Είχα πάντα μια ροπή προς την αφήγηση ιστοριών. Προφορικά, βέβαια. Αλλά εξιστορώντας τες, αισθανόμουν πως άρεσαν οι ιστορίες που εφεύρισκα. Μπορούσα να αφηγηθώ την ίδια ιστορία σε διάφορες εκδοχές. Αυτό μου πρόσφερε κάποια ασφάλεια. Δεν ήξερα, όμως, τι θα πει κινηματογράφος μέχρι που έγινα 25 περίπου χρόνων. Οι μόνες ταινίες που θυμάμαι ότι έβλεπα ήταν βασικά μέτριες, μισο-εμπορικές, μισο-φιλελεύθερες».

Πώς αισθάνεσαι να παίζεις ο ίδιος κατά κάποιο τρόπο τον χαρακτήρα σου;

«Μεγάλη ικανοποίηση. Δεν είναι πάντα, βέβαια, η ίδια. Οταν σκηνοθετείς, και γράφεις και το σενάριο, και παίζεις ο ίδιος, και είσαι και παραγωγός, ε, αυτό ασκεί μεγάλη πίεση και χρειάζεται να είσαι πολύ δυνατός. Και ξέρεις, ο τρόπος που παίζω, να μην υπάρχει, δηλαδή, καμιά ψυχολογία στον χαρακτήρα, αλλά απλά το να κοιτάζεις τον φακό και να μην έχεις καμιά έκφραση, δεν είναι και τόσο εύκολος. Χρειάζεται μεγάλη αυτοσυγκέντρωση και στο πλατό πρέπει να δημιουργείται η αναγκαία απομόνωση».

Δεν είναι περίεργο να κοιτάζεις τον εαυτό σου, όταν τελειώσει η ταινία;

«Μόνο όταν δεν μου αρέσει μια σκηνή. Οχι, διαχωρίζω τον εαυτό μου. Στις ταινίες φαίνομαι ωραίος αν και στην πραγματικότητα δεν είμαι. Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως ηθοποιό. Είμαι απλά ένα στοιχείο ανάμεσα σε τόσα άλλα. Αυτό που κάνω περισσότερο είναι μια χορογραφία. Μάλιστα, αν υπάρχει κάποια ψυχολογική πλευρά, προσπαθώ να την αφαιρέσω. Δεν θέλω να υπάρχει στο πρόσωπό μου καμία έκφραση. Βέβαια, μπορεί ο θεατής να διαβάσει μέσα απ’ αυτό τα αισθήματα, αλλά δεν θέλω να τα υπερτονίσω».

Πώς θα περιέγραφες τη σχέση του γιου με τον πατέρα στην ταινία;

«Πολύ τρυφερή, σαν τη δική μου σχέση με την οικογένειά μου».

Ο γιος, όμως, έχει διαφορετική πολιτική άποψη από τον πατέρα του.

«Ναι, αλλά μην ξεχνάμε πως ο πατέρας αρχικά παρουσιάζεται στην περίοδο του 1948 και πιστεύει ακόμη πως τα πράγματα μπορούν ν’ αλλάξουν. Ενώ, στη δεκαετία του ‘70 αρχίζει να αποδέχεται τους νέους κανόνες. Θέλει απλώς να πάει για ψάρεμα».

Και σήμερα, όμως, αρκετοί Παλαιστίνιοι παίρνουν τα όπλα για ν’ αγωνιστούν…

«Σε κάθε περίοδο συμβαίνει κάτι. Το βασικό και πιο σημαντικό είναι πως 60 χρόνια μετά βρισκόμαστε ακόμη υπό κατάληψη. Στην πραγματικότητα, το Ισραήλ ήθελε να καταλάβει ολόκληρη τη χώρα πολύ πριν, το 1948. Αν διαβάσεις τους νέους Ισραηλινούς συγγραφείς θα δεις ότι υπήρχε παλιότερο σχέδιο, που απέτυχε το 1948, αλλά πέτυχε το 1967. Το 1948 άρπαξαν μέρος μόνο αυτού που ήθελαν να ονομάσουν Ισραήλ. Το 1982 έγινε κάτι παρόμοιο: κατέλαβαν τον Λίβανο. Τα υψώματα του Γκολάν ήταν στο σχέδιό τους από το 1948. Ολους αυτούς τους πολέμους, για τους οποίους κατηγορούν τους Αραβες, αυτοί τους είχαν σχεδιάσει. Ο Μπεν Γκουριόν τούς είχε στα σχέδιά του. Από πολιτικής πλευράς, αυτό που θέλω να τονίσω στην ταινία είναι ότι ύστερα από 60 χρόνια υπάρχει απαγόρευση κυκλοφορίας στη Ραμάλα, όπως υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας το 1948 στη Ναζαρέτ».

Και γιατί ο πατέρας σου στην ταινία καταθέτει τα όπλα;

«Τον έσπρωξε η δική του πραγματικότητα. Ολοι μας κάποια στιγμή απογοητευόμαστε για κάτι και το παρατάμε. Κι έρχονται άλλοι για να συνεχίσουν. Για τον πατέρα μου ήταν θέμα επιβίωσης. Οι Παλαιστίνιοι που επέλεξαν να παραμείνουν σε ισραηλινά εδάφη, έδωσαν δυστυχώς διαβατήριο στο Ισραήλ να υποστηρίζει την πολιτική του ενός κράτους. Και το έκαναν, βέβαια, γιατί εκεί ήταν τα σπίτια τους και οι περιουσίες τους. Τελικά, όμως, κατάλαβαν ότι ήταν ένα νέο σύστημα κατοχής, με κατασταλτικούς, καταπιεστικούς νόμους. Τώρα έχουν δημιουργηθεί γκέτο».

«Ο χρόνος που απομένει» έχει κάτι από τον «Χαμένο χρόνο» του Προυστ;

«Στη διάρκεια του μοντάζ, την τελευταία μάλιστα μέρα, αναγνώρισα κάτι από Προυστ στην αίσθηση που δημιουργεί η ταινία. Δεν είναι κάτι που το έκανα συνειδητά. Αλλά στην ταινία μου δεν αναπλάθω στιγμές, όπως έκανε ο Προυστ, απλώς ανακαλώ τη μνήμη. Δεν είναι ίδιος ο τρόπος που καθόμασταν στο τραπέζι στο σπίτι μου μ’ αυτόν που δείχνω στην ταινία».

Χρησιμοποιείς, όμως, χώρους στους οποίους έζησες…

«Ναι, πολλές σκηνές που εκτυλίσσονται στο σπίτι μου γυρίστηκαν εκεί, απλώς αλλάξαμε το ντεκόρ».

Και τώρα, πόσος χρόνος θα έλεγες ότι απομένει;

«Χρόνος υπό στρατιωτική κατοχή, χρόνος για σωστή, δίκαιη λύση; Μέχρι να αποφασίσει το Ισραήλ να αντιμετωπίζει τους Παλαιστίνιους επί ίσοις όροις. Πρέπει να έρθει μια στιγμή που οι κάτοικοι αυτού του τόπου να αισθάνονται ότι είναι και δική τους χώρα. Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι που ζουν στο Ισραήλ δεν το αισθάνονται. Γι’ αυτό υπάρχει η απογοήτευση και η απόγνωση που τους οδηγεί να ρίχνουν βόμβες. Αν το Ισραήλ σταματήσει αυτή την πολιτική του απαρτχάιντ, τότε μπορεί κάτι καινούργιο να συμβεί».

Εσύ ελπίζεις;

«Το ότι γυρίζω ταινίες είναι ένα σημάδι ελπίδας. Αλλιώτικα δεν θα γύριζα».

Είναι δύσκολο για σένα να κρατάς τέτοια στάση στην ταινία σου;

«Ναι, πολύ δύσκολο. Αλλά χρειάζεται να έχεις ελαστικότητα, να αντιδράς στη μισαλλοδοξία. Δεν είμαι παπάς, αλλά έχω εμπιστοσύνη στην πνευματική ανταπόκριση. Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι ν’ αντιμετωπίσεις μια κατάσταση: είτε με το στήθος σου είτε με τη λογική και το συναίσθημα. Ακόμη και το χιούμορ βοηθά. Οταν οδηγούσαν τους Παλαιστίνιους στα στρατόπεδα, ορισμένοι έκαναν χιούμορ. Το μαύρο χιούμορ συχνά επεκτείνει τη ζωή σου. Κι αυτό ισχύει και για το γκέτο του Χάρλεμ και για το γκέτο της Ναζαρέτ».

Δηλαδή, με το χιούμορ μάχεσαι την πραγματικότητα;

«Δεν θα έλεγα μάχομαι, αλλά αντιστέκομαι». *

Η Αμερική είναι ξεχωριστή χώρα, ας το παραδεχτούμε

Τι περιμένεις από την πολιτική τού Ομπάμα;

«Ενας φίλος μου συγγραφέας, ο Τζον Μπέργκερ, μου είπε για τον Ομπάμα κάτι με το οποίο συμφωνώ απόλυτα. “Υποδηλώνει την ελπίδα, ελπίδα για όλο τον κόσμο, έστω κι αν την κοιτάζουμε με πληγωμένο μάτι”. Κι αυτό μου φαίνεται πολύ σημαντικό. Υπάρχει κάτι το πολύ συναρπαστικό, όσο κι αν αυτό φαίνεται κοινότοπο, σ’ αυτόν τον τύπο. Κάτι που μου αρέσει. Αλλά μπορεί να μην είμαι αντικειμενικός. Είμαι από τη Νέα Υόρκη και την αγαπώ. Ενδιαφέρομαι για το τι θα συμβεί σ’ αυτή την πόλη. Για μένα η Αμερική είναι μια εκπληκτική χώρα. Υπάρχει μια πολλαπλότητα, είναι γεμάτη με πολύ μορφωμένους ανθρώπους, στη Νέα Υόρκη συναντάς τόσο πολλά ενδιαφέροντα πρόσωπα που δύσκολα τα συναντάς στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με μερικές εξαιρέσεις βέβαια. Δεν νομίζω ότι μπορώ να ζήσω οπουδήποτε αλλού».

Αυτό όμως συμβαίνει μόνο στη Νέα Υόρκη…

«Και στο Σικάγο και στο Σαν Φρανσίσκο… Σίγουρα, όμως, όχι στις μεσοδυτικές Πολιτείες και στις αγροτικές περιοχές. Εκεί ζει η σιωπηλή πλειοψηφία, κυριαρχούν οι υποστηρικτές του Μπους, ένα κοινό που μανιπουλάρεται από τους συντηρητικούς. Δεν λέω ότι το αμερικανικό σύστημα είναι το καλύτερο. Αλλά πρέπει να παραδεχτούμε ότι η Αμερική είναι μια ξεχωριστή χώρα. Πού αλλού θα ψήφιζαν έναν μαύρο πρόεδρο;»

Σίγουρα όχι στην Ευρώπη…

«Σίγουρα όχι στη Γαλλία. Από πού είσαι;»

Από την Ελλάδα…

«Α! Πόσο ενδιαφέρον. Πρέπει να έρθω να ζήσω εκεί. Είναι όμορφη χώρα».

Ενώ στο Ισραήλ υπάρχει μίσος και επιθετικότητα…

«Ναι, αλλά μόνο εκεί που υπάρχει καταπίεση. Αν έρθεις στα παλαιστινιακά εδάφη θα συναντήσεις τρυφερότητα και αγάπη. Αυτό, αλήθεια, γιατί δεν το λέει κανείς; Βέβαια, όταν εμφανίζονται τα τανκς, τα πράγματα αλλάζουν. Η επιθετικότητα και η εισβολή δημιουργούν την απόγνωση και την αντίσταση».

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΚΑΤΣΙΚΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-04/10/2009

Ημερολόγιο υπό κατοχή

Το 1982, σε ηλικία 22 ετών, ο Ελία Σουλεϊμάν αποφάσιζε μέσα σε μια νύχτα να εγκαταλείψει τη χώρα του για να βρει την καλλιτεχνική του ανεξαρτησία.

Ο παλαιστίνιος σκηνοθέτης άρχισε να ασχολείται με το σινεμά στη Νέα Υόρκη και το 1996 σκηνοθετεί το «Χρονικό μιας εξαφάνισης», κερδίζει το βραβείο καλύτερης ταινίας πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Βενετίας και συστήνει ένα ιδιόρρυθμο, σατιρικό και βαθύτατα αυτοβιογραφικό σινεμά, που απαντούσε στις ανοιχτές πληγές του παλαιστινιακού προβλήματος και μάλιστα με χιούμορ.

Η «Θεϊκή παρέμβαση», η επόμενη ταινία του, έγινε η πρώτη δημιουργία παλαιστινιακής προέλευσης που διαγωνίστηκε ποτέ για τον Χρυσό Φοίνικα των Κανών. Περιγράφοντας με σκωπτική διάθεση την απόγνωση του να είσαι Αραβας στο σημερινό Ισραήλ, η ταινία κέρδισε το βραβείο της κριτικής επιτροπής κι έκανε διεθνή καριέρα. Εφτά χρόνια μετά, ο Σουλεϊμάν επιστρέφει με τον «Χρόνο που απομένει», που θα δούμε σε λίγες μέρες και στην Αθήνα.

Το κουβάρι της Ιστορίας

Το φιλμ ξεκινά το 1948, την ημέρα που η Ναζαρέτ, γενέτειρα του σκηνοθέτη, παραδόθηκε στον ισραηλινό στρατό και στην πλειονότητά τους οι Παλαιστίνιοι αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Ο Σουλεϊμάν αφήνει το αφηγηματικό του κουβάρι να ξεδιπλωθεί μέχρι τις μέρες μας, για να εξιστορήσει την καθημερινότητα εκείνων των ανθρώπων που υποχρεώθηκαν να ζουν ως μειονότητα στην ίδια τους τη χώρα και να μετονομαστούν από Παλαιστίνιοι σε Αραβο-Ισραηλινοί. Βασισμένος σε ημερολόγια του πρώην αντιστασιακού πατέρα του και σε δικές του αναμνήσεις, ο 49χρονος σκηνοθέτης κρατά για τον εαυτό του τον ρόλο του πρωταγωνιστή:

- Ηταν δική σας πρωτοβουλία να καταγράψει ο πατέρας σας σε ένα ημερολόγιο όσα έζησε;

«Ναι. Οταν ο πατέρας μου αρρώστησε, προσπαθώντας να εφεύρω έναν τρόπο προκειμένου να τον βοηθήσω να διατηρήσει τη διάθεσή του, του ζήτησα να καταγράψει τις αναμνήσεις του. Σκοπός μου ήταν να πάρω τα γραπτά του και να τα αξιοποιήσω, όχι επειδή είχαν να κάνουν με τα δύσκολα χρόνια που έζησε ο ίδιος, αλλά γιατί αφορούσαν μια πολύ κρίσιμη περίοδο στην Ιστορία του λαού και της πατρίδας μου».

- Προτιμήσατε όμως να προσγειώσετε μια επικών βλέψεων ιστορία στις διαστάσεις του μικρού και του ανθρώπινου.

«Δεν ήθελα να παραδοθώ στις συμβάσεις που συνήθως συνοδεύουν τις επικές ταινίες. Δεν ήθελα το βομβαρδισμό συναισθημάτων, τις συγκινησιακές ευκολίες, το διδακτισμό. Ηθελα οι καταστάσεις που διηγούμαι να είναι οικείες με έναν οικουμενικό τρόπο, δίχως να θυσιάζω τίποτε από τη σημασία των γεγονότων που περιγράφω. Στην ταινία μου δεν υπάρχει κανένα ιστορικό μάθημα που να χρειάζεται να μάθεις. Υπάρχουν στιγμές προσωπικές, θραύσματα αναμνήσεων, όλα τοποθετημένα στην υπηρεσία της αναζήτησης μιας ευρύτερης αλήθειας».

- Γιατί όμως έχετε επιλέξει την αυτοβιογραφική λογική στο έργο σας;

«Η φαντασία είναι ένα ασφαλές καταφύγιο για να διηγηθείς ιστορίες. Για να διηγηθείς όμως τη ζωή σου, το μόνο που χρειάζεται είναι να βάλεις το χέρι σου στην καρδιά».

- Ηταν εξαρχής δεδομένο για εσάς ότι η ενασχόλησή σας με το σινεμά θα είχε ως επί το πλείστον πολιτικό χαρακτήρα;

«Οταν ζεις σε μια πολύπαθη χώρα όπως η δική μου, είναι αδύνατον να μην αποκτήσεις πολιτική συνείδηση. Να μη θελήσεις να κατανοήσεις τους μηχανισμούς της Ιστορίας η οποία εκτυλίσσεται ερήμην σου και σχεδόν πάντοτε εις βάρος σου».

Δύσκολο ξεκίνημα

- Ταυτόχρονα όμως χρησιμοποιείτε το χιούμορ για να θίγετε θέματα που πονούν…

«Θεωρώ ότι, για να ξεφύγεις από τον κυνισμό και την κοινοτοπία της καθημερινής ζωής, χρειάζεται να βλέπεις τα πράγματα από μια ειρωνική και κάπως απομυθοποιητική σκοπιά».

- Συγκρίνουν τον σιωπηλό χαρακτήρα που υποδύεστε με τους μελαγχολικούς ήρωες που ερμήνευαν ο Μπάστερ Κίτον και ο Ζακ Τατί…

«Είναι κολακευτικές τέτοιες συγκρίσεις, αλλά οι δύο σπουδαίοι αυτοί κωμικοί δεν υπήρξαν ποτέ η βασική μου επιρροή. Θα σας φανεί περίεργο αν σας πω ότι οι άνθρωποι που έχουν εμπνεύσει το σινεμά που κάνω δεν διακρίνονταν ποτέ για το χιούμορ τους. Ή πως τη μεγαλύτερη επιρροή μου, άσκησε ο Ρομπέρ Μπρεσόν».

- Πόσο δύσκολο ήταν το ξεκίνημα της καριέρας σας;

«Συνέβη το εξής: Υπήρχε μια ισραηλινή επιτροπή χρηματοδότησης ταινιών, η οποία δεν είχε ποτέ στο ενεργητικό της διαθέσει πόρους για να γίνει ένα αραβικό ή παλαιστινιακό φιλμ. Εμένα μου έδωσαν κάποια χρήματα για να κλείσω το στόμα μου, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν διαπραγματεύονταν να με χρηματοδοτήσουν εξ ολοκλήρου, επειδή είμαι Αραβας. Οταν γύρισα το “Χρονικό μιας εξαφάνισης” και κέρδισα το βραβείο στο Φεστιβάλ Βενετίας, οι υπεύθυνοι της επιτροπής έγιναν έξαλλοι. Δεν τους άρεσε η ταινία μου, δεν ήθελαν να προβληθεί σε άλλα φεστιβάλ και δήλωσαν ότι κέρδισα το βραβείο λόγω της καταγωγής μου. Αμέσως μετά αντιμετώπισα προβλήματα με τους Αραβες. Με κατηγόρησαν ότι πήρα χρήματα από τους Ισραηλινούς».

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ-ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

*** *

Εξαιρετική, σκηνοθετημένη με ξεχωριστή έμπνευση, ημι-αυτοβιογραφική κωμωδία, γύρω από τη ζωή μιας ομάδας Παλαιστινίων, από το 1948 ώς τις μέρες μας -ειρωνικό, συχνά καυστικό σχόλιο πάνω στην υπό ισραηλινή κατοχή ζωή.

Το φτιάξιμο μιας κωμωδίας, έλεγε ο Τσάπλιν, αλλά και άλλοι μεγάλοι κωμικοί, από τον Μπάστερ Κίτον ώς τον Τζέρι Λούις, είναι πολύ πιο δύσκολο από το φτιάξιμο άλλων κινηματογραφικών ειδών. Θα έλεγα μάλιστα πως αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο όταν η κωμωδία αφορά πολιτικά θέματα. Και είναι ευχάριστο ότι από τους λιγοστούς εκείνους σκηνοθέτες που πέτυχαν να συνδυάσουν το πολιτικό θέμα με την κωμωδία είναι αναμφισβήτητα ο Παλαιστίνιος Ελία Σουλεϊμάν, που τα τελευταία χρόνια έχει εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη. Στην προηγούμενη κιόλας ταινία του, «Θεϊκή παρέμβαση» (2002), ο Σουλεϊμάν κατέγραφε, από την κωμική τους πάντα πλευρά και με πολλή έμπνευση, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ένα ερωτευμένο ζευγάρι Παλαιστινίων που αναγκαζόταν να συναντηθεί παράνομα, επειδή ο ένας ζούσε στη Ραμάλα και ο άλλος στην υπό ισραηλινή κατοχή Ιερουσαλήμ.

Στη νέα του, το ίδιο ευρηματική και πιο ολοκληρωμένη ταινία, «Ο χρόνος που απομένει» (με τον υπότιτλο «Μια ιστορία έρωτα και πόνου»), από τις καλύτερες ταινίες που είδαμε στο φετινό Φεστιβάλ των Κανών, ο σκηνοθέτης στηρίζεται, σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος, στα ημερολόγια που έγραψε ο ετοιμοθάνατος πατέρας του, για να μας δώσει μιαν εικόνα τού τι σημαίνει να ζει κανείς υπό ισραηλινή κατοχή. Ενώ, ταυτόχρονα, σχολιάζει, με ειρωνικό, συχνά καυστικό τρόπο, την καταπιεστική πολιτική του Ισραήλ, από το 1948 μέχρι τις μέρες μας, καταγράφοντας, μέσα από την καθημερινή ζωή μιας χούφτας ανθρώπων, την απάνθρωπη μεταχείριση του υπό ισραηλινή κατοχή ενάμισι εκατομμυρίου Παλαιστινίων.

Ο Σουλεϊμάν χτίζει την κωμωδία του χρησιμοποιώντας μακρινά, ακίνητα πλάνα και ένα στο στιλ του βωβού κινηματογράφου ύφος, που θυμίζει τις κωμωδίες του Ζακ Τατί και του Μπάστερ Κίτον -ο ίδιος, μάλιστα, ερμηνεύει, στο τελευταίο μέρος της ταινίας, τον εαυτό του μ’ ένα ανέκφραστο πρόσωπο παραπλήσιο μ’ εκείνο του Κίτον. Η ταινία του ξεκινά το 1948, όταν ο πατέρας του αντιμετώπιζε αγωνιστικά τον πόλεμο ανεξαρτησίας του Ισραήλ, και φτάνει ώς τις μέρες μας όπου η στάση του γίνεται διαλλακτική. Ενώ, ταυτόχρονα, ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τη δική του πορεία από απολιτικού νεανία μέχρι πολιτικού ακτιβιστή, για να καταλήξει παρατηρητής/μάρτυρας των όσων συμβαίνουν σήμερα στη γενέτειρά του.

Η ταινία αποτελείται από διάφορες φαινομενικά απλές, στημένες με λεπτομέρεια και προσοχή στη σύνθεση, όμορφες σκηνές, διανθισμένες συχνά μ’ ένα καταλυτικό χιούμορ -παράδειγμα εκείνες του Ιρακινού στρατιώτη που πηγαινοέρχεται μπροστά από τους καθισμένους σ’ ένα καφενείο της Ναζαρέτ Παλαιστίνιους, ή εκείνη του πλιάτσικου που παρακολουθεί από μακριά ένας κρυμμένος άντρας, ή το τανκ με τους Ισραηλινούς που ελέγχουν κάθε βράδυ δύο Παλαιστίνιους που ψαρεύουν. Μια δυνατή, εικαστικά όμορφη (ιδιαίτερα στις σκηνές της Ναζαρέτ), δοσμένη με ανθρωπιά και μπόλικο χιούμορ, ταινία.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ-LIFO

Πικρός, προσωπικός απολογισμός ενός ιστορικού διχασμού μέσα από τα μάτια ενός ιδιότυπου δημιουργού.

Ο Παλαιστίνιος Ελία Σουλεϊμάν επιστρατεύει το ακίνητο πρόσωπό του με την απουσία έκφρασης μπροστά στη δυστυχία που παραπέμπει σε κράμα του αγέλαστου Μπάστερ Κίτον με την ξερή μωρουδίστικη φάτσα του Χάρι Λάνγκτον. Ο βωβός κινηματογράφος είναι το καύσιμό του, και το στυλ του θεματικού παραλογισμού με τις μεγάλες λήψεις αλά Ζακ Τατί βγάζει τον πόνο μέσα από τις παρατεταμένες κωμικές καταστάσεις.

Η ταινία, φυσική κι εξίσου πικρή συνέχεια της πιο μεστής και ποιητικής Θεϊκής Παρέμβασης, είναι εμπνευσμένη από τα προσωπικά ημερολόγια του πατέρα του, που ξεκινούν το 1948 όταν αυτός ήταν αντιστασιακός μαχητής, και από τα γράμματα της μητέρας του σε μέλη της οικογένειας που είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν τη χώρα μέχρι εκείνη τη στιγμή . Σε συνδυασμό με τις προσωπικές αναμνήσεις του σκηνοθέτη από αυτούς και με αυτούς , η ταινία προσπαθεί να περιγράψει την καθημερινή ζωή αυτών των Παλαιστινίων που παρέμειναν και στιγματίστηκαν με την ετικέτα του «Israeli-Arab», ζώντας ως μειοψηφία στην ίδια τους την πατρίδα.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΝΙΚΑΣ-ΤΑ ΝΕΑ

Κορυφαία στιγμή αυτού του επταημέρου- και βάζω στοίχημα μέσα στις top της χρονιάς- «Ο χρόνος που απομένει» (Τhe time that remains) του πενηντάχρονου Παλαιστίνιου και αθεράπευτου μινιμαλιστή Ελία Σουλεϊμάν, σκηνοθέτη του «Υadon ilaheyya» (Θεϊκή παρέμβαση). Σαν να συνωμοτούν μαζί ο Μπάστερ Κίτον, ο Ζακ Τατί και ο Οτάρ Ιοσελιάνι. Κομψοτέχνημα πολλών χειροποίητων αραβικών καρατίων.
Το μέγιστο, αδιαμφισβήτητο ατού αυτού του μικροσκοπικού γίγαντα είναι η δαντέλα της αισθητικής του γραφής. Μικρές, σύντομες εικόνες συμπυκνωμένων σχολίων με ύφος που τραμπαλίζεται ανάμεσα στο δράμα και την ειρωνεία. Σαν βουβή δραματική κωμωδία με σκίτσα που προκύπτουν από μια βιωμένη μνήμη και από ανώτερο δείκτη αισθηματικής ευφυΐας. Και κοντά σε όλα αυτά- εδώ το εξαιρετικό και η μοναδική επιτυχία- εικόνες βουβές με καλοχωνεμένα και κατανοητά νοήματα, έξω από κάθε αλαζονική και τάχα μου διανοουμενίστικη πρωτοπορία.
Με έναν λόγο, ο Σουλεϊμάν ανώτερος σε όλα τα πεδία τα κινηματογραφικά. Το σενάριό του αποσπασματικό αλλά στο βάθος ενιαίο και πυκνό. Η αισθητική του αποστασιοποιημένη, αλλά ταυτόχρονα με συγκίνηση από μια προσωπική μνήμη, έντονα τραυματική. Και on top of that μέσα σε εκατό λεπτά να καθαρίζει με οτιδήποτε αφορά τον βιασμό και την Κατοχή της Παλαιστίνης από τον στρατό του Ισραήλ. Που πάει να πει, αληθινή κινηματογραφική πρωτοπορία εντελώς λαϊκή και προχωρημένη για όποιον πιο πέρα μπορεί να δει!
Με δυο λόγια: Η ιστορία σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αφιερωμένο στον πατέρα και τη μητέρας του σκηνοθέτη από τη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης του 1948. Συλλήψεις, βασανισμοί, εκτελέσεις. Όλα χωρίς δραματικές, μελοδραματικές υπογραμμίσεις, αλλά σαν σκίτσα μιας καθημερινότητας από μαύρο μυθιστόρημα του Όργουελ. Το δεύτερο μέρος εξήντα χρόνια μετά με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον σκηνοθέτη που επανακάμπτει στα πάτρια εδάφη για να φροντίσει την άρρωστη μητέρα του. Οι αλλαγές χαοτικές. Μαζί με την κατοχή και την αντιστασιακή καθημερινή πρακτική πορεύονται και ακολουθούν οι νευρώσεις, οι συμμορίες, τα ναρκωτικά και η παράνοια της εποχής. Διπλή η Κατοχή. Από τη μια η εξωτερική με τα κανόνια του Ισραήλ. Από την άλλη η εσωτερική. Η τρέλα βασιλεύει και ό,τι βγει. Η Παλαιστίνη, μια αισθηματική ανοιχτή πληγή. Μετέωρη, βασανισμένη, απελπισμένη και από την παράνοια εντελώς πειραγμένη!

«Ο χρόνος που απομένει»

Top film of the week Σαν βουβή δραματική κωμωδία Η Παλαιστίνη της Κατοχής και της σύγχρονης εποχής

ΒΑΘΜΟΙ=8

(must)

ΡΟΜΠΥ ΕΚΣΙΕΛ-ΕΘΝΟΣ

Μια ξαφνική καταιγίδα στέλνει έναν Ισραηλινό ταξιτζή σε χρονική δίνη. Μαζί με τον μυστηριώδη επιβάτη του περνούν αρχικά από ισοπεδωμένα παλαιστινιακά χωριά και ύστερα προσγειώνονται στο 1948, στον πόλεμο για την ανεξαρτησία.

Ο επιβάτης στο πίσω κάθισμα είναι ο ίδιος ο Παλαιστίνιος σκηνοθέτης Ελία Σουλεϊμάν (της έξοχης «Θεϊκής παρέμβασης»), οι χαρακτήρες που παρελαύνουν στις πέντε όλες κι όλες σκηνές του φιλμ, πρόσωπα από την οικογένεια και τη γειτονιά του από τα χρόνια εκείνα μέχρι σήμερα, και το ταξίδι του ένα απάνθισμα από βιωματικές μνήμες τόσο του πατέρα του (από αυτοβιογραφία που έγραψε πριν πεθάνει) όσο και δικές του.

Εξήντα χρόνια οικογενειακής ιστορίας, που όμως θα ξετυλιχθούν στον αντίποδα του επικού, 60 χρόνια πολιτικο-κοινωνικής ιστορίας που όμως θα απεικονιστούν από το άλλο άκρο του δογματισμού, μέσα από βινιέτες αυστηρής γεωμετρίας στη φόρμα, μινιμαλιστικής δράσης και σχεδόν «ανέκφραστου» χιούμορ που άλλοτε σου παγώνει το χαμόγελο με τη βαθιά πίκρα του κι άλλοτε σε κάνει να ξεκαρδίζεσαι με τα οπτικά του ευρήματα.

Ο Σουλεϊμάν πολεμά την Ιστορία με τους δικούς του όρους – το καλλιτεχνικό παράλογο ενάντια στο πολιτικό, ως άλλος Ζακ Τατί που αναστήθηκε, θαρρείς, στις «μειονοτικές» γειτονιές των Αράβων στο Ισραήλ. Και παρότι κάποια οπτικά γκαγκ μονοτονούν (επίτηδες) ανακυκλούμενα, ιδιαίτερα στη σύγχρονης δράσης τελευταία σεκάνς, η ουσία, ιδιοφυώς συμπυκνωμένη σε πρόσωπα λιγομίλητα και απορημένα, προτάσεις «επιφανειακές» και καταστάσεις «συνήθεις», όλο και πιο ανησυχητικά, μας ταρακουνά.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Προβολή 16/03 : Ατίθασες

Ατίθασες  της Ντενίζ Γκαμζέ Εργκιουβέν     Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, Βραβείο LUX Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 2015 Υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας 2016 Επίσημη Συμμετοχή | Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών, Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών 2015 Βραβείο Label Europa Cinemas, Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών 2015 Επίσημη Συμμετοχή, Διαγωνιστικό τμήμα, Βραβεία LUX 2015 Βραβείο Κοινού Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας, Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σικάγο 2015 Μεγάλο Βραβείο (Golden Duke), Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Οδησσού 2015 Βραβείο Καλύτερης ταινίας, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σεράγιεβο 2015 Βραβείο Καλύτερου Γυναικείου Καστ (Güneş Şensoy, Doga Doğuşlu, Tuğba Sunguroğlu, Elit İşcan, Ilayda Akdoğan), Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σεράγιεβο 2015 Επίσημη Συμμετοχή, Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Τορόντο 2015 Βραβείο Κοινού FISCHER του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια, 56ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης  Το καλοκαίρι έχει μόλις α

Πρόγραμμα : Χειμώνας 2018 Β΄ Κύκλος

06/02 - ΡΟΜΑ 20/02 - Ο ΕΝΟΧΟΣ 06/03 - ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΗ ΦΩΤΙΑ (19:00) 20/03 - ΚΑΠΕΡΝΑΟΥΜ

Προβολή 20/03 : Καπερναούμ

Καπερναούμ //  Capharnaum   Κοινωνική 2018 | Έγχρ. | Διάρκεια: 126'  Λιβανο-γαλλική ταινία, σκηνοθεσία Ναντίν Λαμπακί με τους: Ζαΐν Αλ Ραφία, Γιορντάνος Σιφερό, Μπολουατίφ Τρέζορ Μπανκολέ Η ιστορία ενός ατίθασου, χαρισματικού αγοριού, το οποίο επαναστατεί ενάντια στη, γεμάτη κακουχίες, ζωή του και παλεύει να βρει τρόπο να επιβιώσει στις παραγκουπόλεις του Λιβάνου, μετατρέπεται σε μια συγκλονιστική ταινία για τους ανθρώπους του περιθωρίου, αλλά και το ακατανίκητο ανθρώπινο πνεύμα. Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών, υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα και Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Κριτικές : Στην ταινία συμβαίνουν συγκλονιστικά πράγματα τόσο από άποψη περιεχομένου όσο κι από καθαρά κινηματογραφική σκοπιά όπου η σκηνοθέτης ΝΑΝΤΙΝ ΛΑΜΠΑΚΙ, αποδεικνύεται γνώστης τεράστιος του κινηματογράφου και άνθρωπος μαζί αφού θέλησε να καταπιαστεί με τέτοιο θέμα κι όχι με το πόσους γκόμενους αλλάζει η εκάστοτε Γαλλίδα που δεν ξέρει τι της γίνεται παρά την απασχολεί μόνο η κλειτ