Την Τετάρτη 27 Μαρτίου στις 7.30 μ.μ. στο πλαίσιο της
κινηματογραφικής λέσχης ¨Στιγμές της Πόλης¨ θα προβληθεί η ταινίa Πίσω από τους λόφους( Dupa dealuri) του Κριστίαν Μουντζίου.
Η Αλίνα επιστρέφει στη Ρουμανία για να συναντήσει τη Βοϊτσίτα, παλιά και επιστήθια φίλη της από το ορφανοτροφείο, αποφασισμένη να την πάρει στη Γερμανία να ζήσουν μαζί.
Η τυφλή πίστη έχει ολέθριες επιπτώσεις «Πίσω από τους λόφους»
Σύντομα, διαπιστώνει πως η Βοϊτσίτα έχει αγκιστρωθεί στα ήθη και στην καθημερινότητα του ορθόδοξου μοναστηριού όπου κατέφυγε.
Αφού προσπαθεί μάταια να την πείσει να έρθει μαζί της, χάνει την ψυχραιμία της, γίνεται φθονερή κι επιθετική, ανεβάζει «πυρετό». Ενα ξέσπασμα οργής θα πείσει τον αρχιερέα πως πρόκειται για περίπτωση δαιμονισμού... Οπως στο εξαιρετικά «4 μήνες, 3 εβδομάδες, 2 μέρες», έτσι και στη νέα ταινία του Ρουμάνου Κριστιάν Μουντζίου στο επίκεντρο βρίσκεται μια γυναικεία φιλία, πνιγηρά εγκλωβισμένη στις κοινωνικο-πολιτικές δομές μιας χώρας που εξακολουθεί να βολοδέρνει στα απόνερα του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Επιμένουμε στις πολιτικο-κοι-νωνικές δομές, βάζοντάς τες πέρα και πάνω από τις θρησκευτικές, καθώς τούτες οι τελευταίες για τον Μουντζίου είναι όχι απλώς σύμφυτες με τις πρώτες, αλλά μέρος τους, όσο παράδοξο κι αν αυτό ακούγεται για ένα κομμάτι του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα από τη μία και μοναδική παρέκκλιση του αυστηρού, σχολαστικού, εντομολογικής ακριβείας φακού έξω από τη μάντρα του μοναστηριού και εντός των διαδρόμων του νοσοκομείου, όπου γιατροί και προσωπικό κουράρουν τον όποιο άρρωστο με ανευθυνότητα και τεμπελιά, απομεινάρια, θαρρείς, μιας τσαουσεσκικής Ρουμανίας που συνεχίζει να αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως αναλώσιμη ύλη.
Τελικά είναι η αδιαφορία που θα εξολοθρεύσει την Αλίνα και μαζί, στο πρόσωπό της, και την παραμικρή ελπίδα για ελεύθερη βούληση έξω από καθεστώτα, πραγματικά ή φασματικά. Ο τίτλος «Πίσω από τους λόφους», ή «Πέρα από τους λόφους» όπως είναι ο πρωτότυπος, δεν μπορεί παρά να είναι ειρωνικός. Κανένας λόφος δεν αρκεί να διαχωρίσει την τυφλή θρησκευτική πίστη που τιμωρεί αθώες ψυχές στο όνομα της σωτηρίας τους, από την κληρονομημένη κοινωνική αναλγησία όσων διεφθαρμένων και σταθερά ατιμώρητων το επιτρέπουν.
Με άλλα λόγια, σε κοινωνίες με παρελθόν διάβρωσης, δικαστική και εκτελεστική εξουσία είναι ένα και το αυτό, μας λέει το φιλμ - γροθιά του Μουντζίου.
Βραβεία
Η ταινία δίκαια τιμήθηκε με τα Βραβεία Σεναρίου και Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κανών. Το σενάριο είναι εμπνευσμένο από δύο βιβλία της ανταποκρίτριας του BBC στη Ρουμανία Τατιάνα Νικουλέσκου Μπραν, πάνω σε μια αυθεντική υπόθεση εξορκισμού που συνέβη το 2005.
Ρόμπυ Εκσιέλ ΕΘΝΟΣ
Σκηνοθεσία:
Κριστίαν Μουντζίου
Σεναριο: Κριστίαν Μουντζίου από το ομώνυμο βιβλιο της Tatiana
Niculescu Bran
Βραβεια - Συμμετοχές:
Βραβειο Φεστιβαλ Καννων για
τις 2 πρωταγωνιστικές γυναικείες ερμηνειες
Βραβείο Σεναρίου στο
Φεστιβαλ Καννων
Επίσημη συμμετοχη στο
διαγωνιστικό τμημα του Φεστιβαλ Καννων
Επίσημη συμμετοχή στο
Φεστιβαλ Karlovy Vary
Επίσημη συμμετοχή στο
Φεστιβαλ Τορόντο
Επίσημη συμμετοχή στο
Φεστιβαλ Νεας; Υόρκης
Επίσημη συμμετοχή στο
Φεστιβαλ New Horizons της
Πολωνίας
Επίσημη συμμετοχή στο
Φεστιβαλ Αμβούργου
Ένας Ρουμάνος πέρα από τα Βαλκάνια
Από
τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του «νέου κύματος» -όπως επικράτησε να
ονομάζεται-στο ρουμάνικο κινηματογράφο, ο Κριστιάν Μουντζίου έγινε παγκοσμίως
γνωστός το 2007 όταν κέρδισε το Χρυσό
Φοίνικα στις Κάννες με την ταινία «Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο
ημέρες».
Ο
Κριστιάν Μουντζίου γεννήθηκε το 1968 στο Ιάσιο. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία.
Στη συνέχεια μπήκε στη σχολή κινηματογράφου στο Βουκουρέστι και σπούδασε
σκηνοθεσία.
Το
2002 γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Δύση».
Είχαν
προηγηθεί έξι μικρού μήκους ταινίες, οι: «Μαριάνα» (1997), «Το χέρι του
Παουλίστα» (1998), «Τίποτα στην τύχη»
(1999), «Η χορωδία των πυροσβεστών» (2000), «Ζάπινγκ» (2000). Αμέσως μετά
γύρισε «Το κορίτσι με τη γαλοπούλα» (2005). Το θέμα της «Δύσης» είναι το όνειρο
των νέων Ρουμάνων να εγκαταλείψουν τη χώρα και να αναζητήσουν την τύχη τους
στις δυτικές χώρες. Η Σορίνα, αρραβωνιασμένη με τον Λούτσι, βρίσκει στο πρόσωπο
ενός νεαρού Γάλλου την ευκαιρία να φύγει. Ο Λούτσι κάνει
ό,τι
περνά από το χέρι του να ξανακερδίσει την αγαπημένη του. Έξυπνο σενάριο με
έντονο χιούμορ και σκηνοθεσία που κατακτά το θεατή.
Η ιστορία της ταινίας «Τέσσερις μήνες, τρεις
εβδομάδες και δύο ημέρες», εκτυλίσσεται στα τελευταία χρόνια του καθεστώτος Τσαουσέσκου.
Η Γκαμπίτσα είναι έγκυος και, με τη βοήθεια της συμφοιτήτριας και συγκατοίκου
της Οτίλια, προσπαθεί να βρει έναν τρόπο για να κάνει έκτρωση. Κάτι όχι
ιδιαίτερα εύκολο, αφού τότε στη Ρουμανία οι εκτρώσεις ήταν παράνομες. Στη
συγκλονιστική ταινία του, ο Μουντζίου δεν καταγγέλλει, αλλά περιγράφει
τον
τρόπο που επηρεάζονται οι άνθρωποι από τις καταστάσεις. Βαθιά ανθρώπινο σενάριο
και λιτή σκηνοθετική γραμμή που εντυπωσιάζει με τη δυναμική που κρύβει…
Το
2009 είχε σειρά η ταινία «Μνήμες από τη χρυσή εποχή». Χρυσή Εποχή ονομάστηκε
από το καθεστώς η εποχή Τσαουσέσκου. Πρόκειται για μια σπονδυλωτή ταινία, που
αποτελείται από πέντε χιουμοριστικά επεισόδια, βασισμένα σε αντίστοιχους
αστικούς μύθους που κυκλοφορούσαν μεταξύ των πολιτών στην εποχή Τσαουσέσκου. Το
σενάριο είναι του Μουντζίου, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει την τελευταία από τις
ιστορίες αυτές.
Πέρα
από ένα νοσταλγικό ύφος, το οποίο κυρίως προσλαμβάνουν οι μεγαλύτεροι, που
άλλωστε έζησαν εκείνα τα χρόνια, η ταινία έχει χιούμορ. Έτσι, ενώ αναπαράγει με
απόλυτη πιστότητα την εποχή, μπαίνει συχνά σε σουρεαλιστικές καταστάσεις που
δημιουργούσε η καθημερινότητα της Χρυσής Εποχής. Διασκεδαστικό φιλμ, άλλοτε
σοβαρό και άλλοτε αστείο, με στρωτή αφήγηση.
Φέτος
ο Ρουμάνος σκηνοθέτης κέρδισε το βραβείο σεναρίου στις Κάννες με την ταινία
«Πέρα από τους λόφους». Ταυτόχρονα οι δύο πρωταγωνίστριές του, Κοσμίνα Στρατάν
και Κριστίνα Φλούτουρ, μοιράστηκαν το βραβείο ερμηνείας. Η ταινία, βασισμένη
στη νουβέλα της Τατιάνα Νικουλέσκου Μπραν, αναφέρεται σε ένα πραγματικό γεγονός
εξορκισμού, που
συνέβη
στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στο χωριό Τανάκου της Ρουμανίας. Κεντρικοί
χαρακτήρες είναι δύο φίλες, η Αλίνα και η Βοϊκίτσα. Η πρώτη έφυγε στη Γερμανία
και η δεύτερη έγινε καλόγρια. Όταν η Αλίνα επιστρέφει και θέλει να πάρει μαζί
της τη φίλη της, συναντά την αντίδραση του ιερέα της μονής και των υπόλοιπων
μοναχών. Η απάντηση είναι σαφής: όταν διαλέξεις το δρόμο του Θεού, δεν υπάρχει
επιστροφή. Και όταν η Αλίνα επιμένει να τα βάζει με όλους προκειμένου να πάρει
πίσω τη φίλη της, οι μοναχοί υποψιάζονται διαβολικές δυνάμεις και αποφασίζουν
να επέμβουν δυναμικά. Η ταινία έχει επιλεγεί να εκπροσωπήσει τη Ρουμανία στη
διεκδίκηση του ξενόγλωσσου
Όσκαρ.
Το
σινεμά του Κριστιάν Μουντζίου βαδίζει στο δρόμο του ρεαλισμού. Ο ίδιος άλλωστε
έχει δηλώσει πως η αγαπημένη του ταινία είναι ο «Κλέφτης ποδηλάτων» του Βιτόριο
ντε Σίκα. Οι ταινίες του είναι ανθρωποκεντρικές και τοποθετεί τους ήρωές του
μέσα σε ένα περιβάλλον του οποίου τις συνέπειες υφίστανται. Υπάρχει μια κριτική
ματιά απέναντι στο καθεστώς Τσαουσέσκου, αλλά χωρίς κραυγές και εύπεπτες πολιτικολογίες.
Ο Μουντζίου εξετάζει κυρίως πώς το όλο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι
επηρεάζει τις ζωές των ηρώων του, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στην ταινία
«Τέσσερις μήνες, τρεις εβδομάδες και δύο ημέρες».
Σκηνοθετεί
με στιβαρότητα, κατέχει την τέχνη της αφήγησης και μαζί με τη συγκίνηση
μπορούμε ενίοτε να διακρίνουμε και λεπτές αποχρώσεις χιούμορ. Είναι λιτός κι
απέριττος, συχνά μινιμαλιστικός, αποφεύγει την πολυλογία, παραμένοντας
φανατικός οπαδός της άποψης πως ο κινηματογράφος -πάνω απ’ όλα-είναι εικόνα.
Όταν σκηνοθετεί ταινίες για το παρελθόν της χώρας του, δεν δημαγωγεί ούτε
πέφτει στην παγίδα της εύπεπτης καταγγελίας.
Αντίθετα,
προσεγγίζει με σεβασμό τους ανθρώπους που έζησαν εκείνα τα χρόνια αλλά και τα
βιώματά τους. Με λίγα λόγια, ο Κριστιάν Μουντζίου είναι ένας από τους
κορυφαίους σκηνοθέτες στη Ρουμανία αλλά κι ένας από τους πιο σημαντικούς -όπως
φαίνεται- στην Ευρώπη.
Στράτος Κερσανίδης
Κριτικές για την ταινία :
Η Αλίνα επιστρέφει στη Ρουμανία για να συναντήσει τη Βοϊτσίτα, παλιά και επιστήθια φίλη της από το ορφανοτροφείο, αποφασισμένη να την πάρει στη Γερμανία να ζήσουν μαζί.
Η τυφλή πίστη έχει ολέθριες επιπτώσεις «Πίσω από τους λόφους»
Σύντομα, διαπιστώνει πως η Βοϊτσίτα έχει αγκιστρωθεί στα ήθη και στην καθημερινότητα του ορθόδοξου μοναστηριού όπου κατέφυγε.
Αφού προσπαθεί μάταια να την πείσει να έρθει μαζί της, χάνει την ψυχραιμία της, γίνεται φθονερή κι επιθετική, ανεβάζει «πυρετό». Ενα ξέσπασμα οργής θα πείσει τον αρχιερέα πως πρόκειται για περίπτωση δαιμονισμού... Οπως στο εξαιρετικά «4 μήνες, 3 εβδομάδες, 2 μέρες», έτσι και στη νέα ταινία του Ρουμάνου Κριστιάν Μουντζίου στο επίκεντρο βρίσκεται μια γυναικεία φιλία, πνιγηρά εγκλωβισμένη στις κοινωνικο-πολιτικές δομές μιας χώρας που εξακολουθεί να βολοδέρνει στα απόνερα του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Επιμένουμε στις πολιτικο-κοι-νωνικές δομές, βάζοντάς τες πέρα και πάνω από τις θρησκευτικές, καθώς τούτες οι τελευταίες για τον Μουντζίου είναι όχι απλώς σύμφυτες με τις πρώτες, αλλά μέρος τους, όσο παράδοξο κι αν αυτό ακούγεται για ένα κομμάτι του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα από τη μία και μοναδική παρέκκλιση του αυστηρού, σχολαστικού, εντομολογικής ακριβείας φακού έξω από τη μάντρα του μοναστηριού και εντός των διαδρόμων του νοσοκομείου, όπου γιατροί και προσωπικό κουράρουν τον όποιο άρρωστο με ανευθυνότητα και τεμπελιά, απομεινάρια, θαρρείς, μιας τσαουσεσκικής Ρουμανίας που συνεχίζει να αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως αναλώσιμη ύλη.
Τελικά είναι η αδιαφορία που θα εξολοθρεύσει την Αλίνα και μαζί, στο πρόσωπό της, και την παραμικρή ελπίδα για ελεύθερη βούληση έξω από καθεστώτα, πραγματικά ή φασματικά. Ο τίτλος «Πίσω από τους λόφους», ή «Πέρα από τους λόφους» όπως είναι ο πρωτότυπος, δεν μπορεί παρά να είναι ειρωνικός. Κανένας λόφος δεν αρκεί να διαχωρίσει την τυφλή θρησκευτική πίστη που τιμωρεί αθώες ψυχές στο όνομα της σωτηρίας τους, από την κληρονομημένη κοινωνική αναλγησία όσων διεφθαρμένων και σταθερά ατιμώρητων το επιτρέπουν.
Με άλλα λόγια, σε κοινωνίες με παρελθόν διάβρωσης, δικαστική και εκτελεστική εξουσία είναι ένα και το αυτό, μας λέει το φιλμ - γροθιά του Μουντζίου.
Βραβεία
Η ταινία δίκαια τιμήθηκε με τα Βραβεία Σεναρίου και Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κανών. Το σενάριο είναι εμπνευσμένο από δύο βιβλία της ανταποκρίτριας του BBC στη Ρουμανία Τατιάνα Νικουλέσκου Μπραν, πάνω σε μια αυθεντική υπόθεση εξορκισμού που συνέβη το 2005.
Ρόμπυ Εκσιέλ ΕΘΝΟΣ
Η Αλίνα και η Βοϊτσίτα γνωρίστηκαν μικρά παιδιά σε ορφανοτροφείο,
μεγάλωσαν αχώριστες, ανέπτυξαν μία ιδιαίτερη σχέση. Η Βοϊτσίτα φεύγει
μετανάστρια στην Γερμανία και μαζεύει χρήματα με όνειρα να χτίσει ένα
σπίτι, αλλά όταν επιστρέφει πληροφορείται ότι η Αλίνα (πάμφτωχη και
εκδιωγμένη από κάθε σπίτι που την υιοθέτησε και εκμεταλλεύτηκε) έχει
καταφύγει στο απομακρυσμένο μοναστήρι της περιοχής, όπου βρήκε το Θεό. Η
Βοϊτσίτα φιλοξενείται στον ιερό χώρο, αλλά δείχνει από την αρχή την
αμφισβήτησή της για τα θεία. Ολοι της φέρονται με καλοσύνη, αλλά της
ξεκαθαρίζουν: αν δεν ενταχθεί στους κανόνες της πλήρους πίστης και
υπακοής, δεν μπορεί να παραμείνει. Με την Αλίνα να την αγνοεί,
αφοσιωμένη στο Σωτήρα της, η Βοϊτσίτα φτάνει στα όριά της και το
μανιοκαταθλιπτικό ξέσπασμά της ερμηνεύεται ως δαιμονισμός. Ο,τι
ακολουθεί δεν θα έπρεπε να σοκάρει κανέναν. Κι όμως.
Ο βραβευμένος με τον Χρυσό Φοίνικα ρουμάνος σκηνοθέτης επιστρέφει μ' ένα έντονο κοινωνικό και πολιτικό δράμα που καταλήγει σε ηλεκτρισμένο θρίλερ. Οχι μόνο λόγω της αναγνωρίσιμης έντασης της κινηματογράφησής του, ή της σύνθεσης των πλάνων του. Αλλά γιατί ξέρουμε πολύ καλά τι πραγματεύεται: άνθρωποι και κοινωνίες στα όρια της ανέχειας αφήνουν χώρο στο άλογο, στο τυφλό, στο απάνθρωπο.
Βασισμένος στο βιβλίο της Τατιάνα Νικουλέσκου-Μπραν, ο Μουντζίου κάνει πολλά περισσότερα από το να αφηγηθεί την αληθινή ιστορία ενός εξορκισμού που οδήγησε στο θάνατο μιας νεαρής κοπέλας σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στο Βουκουρέστι. Στην ουσία επιτίθεται ξανά κατά μέτωπο στους θεσμούς. Γιατί αν με το «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες, 2 Μέρες» μας έδειξε την ισοπέδωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου υπό το καθεστώς του Τσαουσέσκου, εδώ προχωράει ένα βήμα παραπέρα. Μας δείχνει την ισοπέδωση της ίδιας της ανθρωπιάς.
Οπως και στην προηγούμενη ταινία του, και εδώ, ο κεντρικός άξονας της πλοκής είναι μία γυναικεία φιλία. Σ' αυτή την περίπτωση υπονοείται ότι πρόκειται για σχέση - κάτι που δίνει πολλά ακόμα επίπεδα ανάγνωσης του πλαισίου της ιστορίας κι ένα υπόβαθρο άλλης κατανόησης στην καταπίεση, τις ενοχές, τον τρόμο της αμαρτίας που σπρώχνει την Αλίνα να απαρνηθεί τη φίλη της, να συνδράμει στην εξόντωσή της.
Ο Μουντζίου είναι πάρα πολύ προσεχτικός στο πώς καυτηριάζει τον θρησκευτικό παραλογισμό. Γιατί δεν είναι (μόνο) αυτό το θέμα του. Οσο κρίνει τα (αν)ιερά και τα (αν)όσια που διαδραματίζονται πίσω από τον ξύλινο φράχτη του μοναστηριού, τόσο κατακεραυνώνει όσα συμβαίνουν έξω από αυτόν - στην κοινωνία της «ελεύθερης» βούλησης, στο θεσμικό πλαίσιο μιας χώρας που έχει αφήσει στην εξαθλίωση τους πολίτες της. Περισσότερο μας αφορούν όσα ώθησαν τα κορίτσια να κρυφτούν πίσω από τα ράσα - κι αυτά συμβαίνουν ανάμεσά μας. Η φτώχεια, το αδιέξοδο, η απελπισία θα οδηγήσουν έναν λαό στην τυφλή πίστη. Η ανικανότητα κι αδιαφορία ενός ιατρικού συστήματος να περιθάλψει θα θέσουν την ανθρώπινη ζωή «στο θέλημα Θεού». Η απόγνωση με όσα συμβαίνουν στη γη σε κάνει να κοιτάς ψηλά, πέρα από τους λόφους, στον ουρανό.
Μπορεί η κάμερά του για ένα επίμονο, σχολαστικό, απαιτητικό δίωρο να ανιχνεύει τον παραλογισμό της οργανωμένης θρησκείας (που υποκινείται πάντα από την καλοσύνη του χριστιανισμού, αλλά καταλήγει σε «κανόνες» και «τιμωρίες»), η ουσία όμως της ταινίας αποκαλύπτεται στο τελευταίο μισάωρο όπου ο φακός του επιστρέφει στο θεατή για τον ουσιαστικό, πολιτικό διάλογο.
Στην οθόνη δεν βλέπαμε μόνο την πάλη μεταξύ καλού και κακού, Θεού και Σατανά, λογικής και μεταφυσικής πίστης. Αλλά και τη σύγκρουση της παλιάς με την νέα Ρουμανία, της καινούργιας «δυνατής», «ενωμένης» Ευρώπης με τα φαντάσματα της ανατολικής, της υπόσχεσης για ένα κοινό μέλλον με την πραγματικότητα του εξαθλιωμένου παρόντος.
Και πόσο διαφορετικό είναι αυτό που ζητά ο Θεός, από αυτό που σου ζητούν οι κυβερνήσεις σου: πίστευε και μη ερεύνα.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ www.flix.gr
Ο βραβευμένος με τον Χρυσό Φοίνικα ρουμάνος σκηνοθέτης επιστρέφει μ' ένα έντονο κοινωνικό και πολιτικό δράμα που καταλήγει σε ηλεκτρισμένο θρίλερ. Οχι μόνο λόγω της αναγνωρίσιμης έντασης της κινηματογράφησής του, ή της σύνθεσης των πλάνων του. Αλλά γιατί ξέρουμε πολύ καλά τι πραγματεύεται: άνθρωποι και κοινωνίες στα όρια της ανέχειας αφήνουν χώρο στο άλογο, στο τυφλό, στο απάνθρωπο.
Βασισμένος στο βιβλίο της Τατιάνα Νικουλέσκου-Μπραν, ο Μουντζίου κάνει πολλά περισσότερα από το να αφηγηθεί την αληθινή ιστορία ενός εξορκισμού που οδήγησε στο θάνατο μιας νεαρής κοπέλας σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στο Βουκουρέστι. Στην ουσία επιτίθεται ξανά κατά μέτωπο στους θεσμούς. Γιατί αν με το «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες, 2 Μέρες» μας έδειξε την ισοπέδωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου υπό το καθεστώς του Τσαουσέσκου, εδώ προχωράει ένα βήμα παραπέρα. Μας δείχνει την ισοπέδωση της ίδιας της ανθρωπιάς.
Οπως και στην προηγούμενη ταινία του, και εδώ, ο κεντρικός άξονας της πλοκής είναι μία γυναικεία φιλία. Σ' αυτή την περίπτωση υπονοείται ότι πρόκειται για σχέση - κάτι που δίνει πολλά ακόμα επίπεδα ανάγνωσης του πλαισίου της ιστορίας κι ένα υπόβαθρο άλλης κατανόησης στην καταπίεση, τις ενοχές, τον τρόμο της αμαρτίας που σπρώχνει την Αλίνα να απαρνηθεί τη φίλη της, να συνδράμει στην εξόντωσή της.
Ο Μουντζίου είναι πάρα πολύ προσεχτικός στο πώς καυτηριάζει τον θρησκευτικό παραλογισμό. Γιατί δεν είναι (μόνο) αυτό το θέμα του. Οσο κρίνει τα (αν)ιερά και τα (αν)όσια που διαδραματίζονται πίσω από τον ξύλινο φράχτη του μοναστηριού, τόσο κατακεραυνώνει όσα συμβαίνουν έξω από αυτόν - στην κοινωνία της «ελεύθερης» βούλησης, στο θεσμικό πλαίσιο μιας χώρας που έχει αφήσει στην εξαθλίωση τους πολίτες της. Περισσότερο μας αφορούν όσα ώθησαν τα κορίτσια να κρυφτούν πίσω από τα ράσα - κι αυτά συμβαίνουν ανάμεσά μας. Η φτώχεια, το αδιέξοδο, η απελπισία θα οδηγήσουν έναν λαό στην τυφλή πίστη. Η ανικανότητα κι αδιαφορία ενός ιατρικού συστήματος να περιθάλψει θα θέσουν την ανθρώπινη ζωή «στο θέλημα Θεού». Η απόγνωση με όσα συμβαίνουν στη γη σε κάνει να κοιτάς ψηλά, πέρα από τους λόφους, στον ουρανό.
Μπορεί η κάμερά του για ένα επίμονο, σχολαστικό, απαιτητικό δίωρο να ανιχνεύει τον παραλογισμό της οργανωμένης θρησκείας (που υποκινείται πάντα από την καλοσύνη του χριστιανισμού, αλλά καταλήγει σε «κανόνες» και «τιμωρίες»), η ουσία όμως της ταινίας αποκαλύπτεται στο τελευταίο μισάωρο όπου ο φακός του επιστρέφει στο θεατή για τον ουσιαστικό, πολιτικό διάλογο.
Στην οθόνη δεν βλέπαμε μόνο την πάλη μεταξύ καλού και κακού, Θεού και Σατανά, λογικής και μεταφυσικής πίστης. Αλλά και τη σύγκρουση της παλιάς με την νέα Ρουμανία, της καινούργιας «δυνατής», «ενωμένης» Ευρώπης με τα φαντάσματα της ανατολικής, της υπόσχεσης για ένα κοινό μέλλον με την πραγματικότητα του εξαθλιωμένου παρόντος.
Και πόσο διαφορετικό είναι αυτό που ζητά ο Θεός, από αυτό που σου ζητούν οι κυβερνήσεις σου: πίστευε και μη ερεύνα.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ www.flix.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου