Ida
του Pawel Pawlikowski
με τους Agata Kulesza, Agata Trzebuchowska, Dawid Ogrodnik
Πολωνία, Γαλλία, Δανία, Βρετανία - 2013 - 82' - Δράμα - Α/Μ
του Pawel Pawlikowski
με τους Agata Kulesza, Agata Trzebuchowska, Dawid Ogrodnik
Πολωνία, Γαλλία, Δανία, Βρετανία - 2013 - 82' - Δράμα - Α/Μ
Πολωνία 1962. Η ορφανή Anna μεγαλώνει στο μοναστήρι. Όταν έρθει ο καιρός να ορκιστεί καλόγρια, η ηγουμένη
την ενημερώνει ότι πρώτα θα πρέπει να συναντήσει τη θεία της Wanda.
Θεία και ανηψιά ξεκινούν μαζί ένα ταξίδι αναζήτησης της αλήθειας για την
οικογένειά τους.
Ο Pawel Pawlikowski επιστρέφει στην πατρίδα του την Πολωνία για πρώτη
φορά στην καριέρα του για να καταπιαστεί με κάποια από τα πιο επίμαχα
ζητήματα στην ιστορία της χώρας του - το τι έγινε μεταξύ Πολωνών
Καθολικών και Εβραίων κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ταινία απέσπασε το κινηματογραφικό βραβείο Lux του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και πέντε βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Η ταινία απέσπασε το κινηματογραφικό βραβείο Lux του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και πέντε βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Δεν υπάρχει ζωή δίχως ιστορίες.
Ακριβώς όπως συμβαίνει και με το σινεμά. Η «Ida» ξεκινά χωρίς κάποια
προφανή ιστορία, ούτε υπόσχεται κάτι μεγαλόσχημο. Format 4:3, φιλμ ασπρόμαυρο,
αρτίστικο καδράρισμα, minimal ακόμη και ως «πλοκή». Όλα μαζί, όμως, δημιουργούν
μια καλομελετημένη σύνθεση, που στην πορεία θα φανερώσει το μέγεθος
αυτής της ταινίας. Και μονάχα μετά το τέλος της, θα αισθανθείς πραγματικά αυτό
που για λιγότερη από μιάμιση ώρα παρακολουθούσες με το βλέμμα καρφωμένο, σε
τούτες τις «τετράγωνες», σχεδόν ελλειπτικές εικόνες.
Η ζωή της Άννα ήταν το μοναστήρι,
σχεδόν από πάντα. Εκεί μεγάλωσε. Δε θυμάται τίποτα πριν από αυτό. Φυσιολογικά,
κάποτε είχε γονείς. Δε γνωρίζει το παραμικρό για εκείνους, όμως. Κι ούτε έχει
επιδιώξει να αναζητήσει τις ρίζες της, την ιστορία της εκεί έξω. Γύρω στα 18
της, πλέον, ετοιμάζεται να «αποσυρθεί» από τη ζωή για πάντα.
Η Βάντα είναι η αδελφή της μητέρας
της. Είναι δικαστής, αλκοολική, πηδιέται με όποιον σταθεί δίπλα της και το
επόμενο πρωινό… πάλι απ’ την αρχή. Ούτε κι αυτή έχει οικογένεια. Κάπως έτσι
εξηγείται η επιδίωξή της να συναντήσει την Άννα. Να βάλει στην ψυχή της τα
ελάχιστα κομμάτια ενός puzzle οικογενειακών δεσμών που, ίσως, κάποια στιγμή θα
μοιάσει με ιστορία.
Η Άννα ήταν κάποτε η Ίντα, το
κοριτσάκι ενός ζευγαριού Εβραίων που φυγαδεύτηκε στον πόλεμο για να μην πέσει
στα χέρια των Γερμανών. Έκτοτε κανείς δεν ξέρει πού βρίσκονται, πάνω ή κάτω από
τη γη. Η Βάντα θα αποπειραθεί ν’ ανοίξει τη «διαθήκη» των γονιών τής Ίντα, θα
προσπαθήσει να της αφηγηθεί μια ιστορία που, όμως, μπορεί και να μην
αποδεικνύεται, να μη στέκει, να μοιάζει φανταστική. Θα πάρουν τους δρόμους, θα
βρουν το παλιό πατρικό, θα αναμετρηθούν με τη σιωπή των ανθρώπων, θα
ριψοκινδυνεύσουν για ένα λυτρωτικό φινάλε. Η ιστορία τους δείχνει δυσάρεστη, σε
αντίθεση με τα φωτεινά πλάνα του τοπίου, που γεμίζει τις εικόνες αμέτοχο,
άχρωμο, αδειανό.
Η μισή γοητεία της «Ida» είναι τα
κάδρα της, σε ένα format ασυνήθιστο για το σημερινό σινεμά, που, επιπλέον,
μοιάζει να «σημαδεύει»… στο βρόντο! Τα πρόσωπα των ηρώων σχεδόν χωράνε στη βάση
του πλάνου, γύρω από τεράστια κενά του περιβάλλοντος χώρου, που σταδιακά
αποκτούν μια κάποια ψυχολογική οντότητα. Θα νιώσεις αυτή την έκφραση του κενού
στα πλάνα της «Ida». Αυτού του «χωρίς οικογένεια» κόσμου και για τις δύο
γυναίκες. Η Ίντα είναι ένα νέο κορίτσι που δεν έζησε ποτέ πραγματικά. Και,
πλέον, αισθάνεται να αμφισβητεί και την ίδια της την πίστη, καθώς δοκιμάζεται
από εγκόσμιες σκέψεις και πειρασμούς. Η Βάντα επίσης δεν έχει ζωή, βιώνοντας ως
αυτο-τιμωρία τον άδικο χαμό τής αδελφής της, απ’ τον οποίο προσδοκά να λυτρωθεί
μέσα από αυτή την αναζήτηση. Και οι δύο έχουν την ευκαιρία να απεγκλωβιστούν
από τις… «λάθος» γωνίες του φιλμικού κάδρου του Παβλικόφσκι και να ζήσουν ελεύθερες.
Ή να καταστραφούν από την τόση αλήθεια…
Πέρα από ένα πικρό σχόλιο στο
Ολοκαύτωμα αλλά και την πτώση του κομμουνισμού, η «Ida» δίνει μεγαλύτερο βάρος
στο να «μαυρίζει» το συναίσθημα με αυτό το αφαιρετικά φορμαλιστικό καδράρισμα
που σαρκάζει το μεταφορικό νόημα του κενού, ανάμεσα ή και πάνω απ’ τα κεφάλια
των ηρωίδων του. Ο κυνισμός προφανώς αγγίζει τη θρησκευτική αφοσίωση. Η μοναξιά
των κάδρων της Ίντα και της Βάντα δε θα γεμίσει ποτέ από κανένα Θείο Πνεύμα.
Με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο (και για
πρώτη φορά με την κάμερα να βαδίζει σπασμωδικά μαζί με την ομώνυμη
ηρωίδα), η ταινία του Παβλικόφσκι θα ολοκληρώσει τη ζωή της Ίντα με ένα φινάλε
που μπορεί να εκπλήξει μερικούς. Η απόφασή της είναι τόσο τίμια όσο και εκείνη
της Βάντα. Η ζωή μας είναι οι ιστορίες μας. Το τέλος τους είναι υποκειμενικό.
Χαρούμενο, λυπηρό ή αδιέξοδο. Συχνά και ασήμαντο. Αυτό κι αν χρειάζεται
να μας υπενθυμίζει το σινεμά…(Freecinema)
Δεν υπάρχει ζωή δίχως ιστορίες. Ακριβώς όπως συμβαίνει και με το σινεμά. Η «Ida»
ξεκινά χωρίς κάποια προφανή ιστορία, ούτε υπόσχεται κάτι μεγαλόσχημο.
Format 4:3, φιλμ ασπρόμαυρο, αρτίστικο καδράρισμα, minimal ακόμη και ως
«πλοκή». Όλα μαζί, όμως, δημιουργούν μια καλομελετημένη σύνθεση,
που στην πορεία θα φανερώσει το μέγεθος αυτής της ταινίας. Και μονάχα
μετά το τέλος της, θα αισθανθείς πραγματικά αυτό που για λιγότερη από
μιάμιση ώρα παρακολουθούσες με το βλέμμα καρφωμένο, σε τούτες τις
«τετράγωνες», σχεδόν ελλειπτικές εικόνες.
Η ζωή της Άννα ήταν το μοναστήρι, σχεδόν από πάντα. Εκεί μεγάλωσε. Δε θυμάται τίποτα πριν από αυτό. Φυσιολογικά, κάποτε είχε γονείς. Δε γνωρίζει το παραμικρό για εκείνους, όμως. Κι ούτε έχει επιδιώξει να αναζητήσει τις ρίζες της, την ιστορία της εκεί έξω. Γύρω στα 18 της, πλέον, ετοιμάζεται να «αποσυρθεί» από τη ζωή για πάντα.
Η Βάντα είναι η αδελφή της μητέρας της. Είναι δικαστής, αλκοολική, πηδιέται με όποιον σταθεί δίπλα της και το επόμενο πρωινό… πάλι απ’ την αρχή. Ούτε κι αυτή έχει οικογένεια. Κάπως έτσι εξηγείται η επιδίωξή της να συναντήσει την Άννα. Να βάλει στην ψυχή της τα ελάχιστα κομμάτια ενός puzzle οικογενειακών δεσμών που, ίσως, κάποια στιγμή θα μοιάσει με ιστορία.
Η Άννα ήταν κάποτε η Ίντα, το κοριτσάκι ενός ζευγαριού Εβραίων που φυγαδεύτηκε στον πόλεμο για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών. Έκτοτε κανείς δεν ξέρει πού βρίσκονται, πάνω ή κάτω από τη γη. Η Βάντα θα αποπειραθεί ν’ ανοίξει τη «διαθήκη» των γονιών τής Ίντα, θα προσπαθήσει να της αφηγηθεί μια ιστορία που, όμως, μπορεί και να μην αποδεικνύεται, να μη στέκει, να μοιάζει φανταστική. Θα πάρουν τους δρόμους, θα βρουν το παλιό πατρικό, θα αναμετρηθούν με τη σιωπή των ανθρώπων, θα ριψοκινδυνεύσουν για ένα λυτρωτικό φινάλε. Η ιστορία τους δείχνει δυσάρεστη, σε αντίθεση με τα φωτεινά πλάνα του τοπίου, που γεμίζει τις εικόνες αμέτοχο, άχρωμο, αδειανό.
Η μισή γοητεία της «Ida» είναι τα κάδρα της, σε ένα format ασυνήθιστο για το σημερινό σινεμά, που, επιπλέον, μοιάζει να «σημαδεύει»… στο βρόντο! Τα πρόσωπα των ηρώων σχεδόν χωράνε στη βάση του πλάνου, γύρω από τεράστια κενά του περιβάλλοντος χώρου, που σταδιακά αποκτούν μια κάποια ψυχολογική οντότητα. Θα νιώσεις αυτή την έκφραση του κενού στα πλάνα της «Ida». Αυτού του «χωρίς οικογένεια» κόσμου και για τις δύο γυναίκες. Η Ίντα είναι ένα νέο κορίτσι που δεν έζησε ποτέ πραγματικά. Και, πλέον, αισθάνεται να αμφισβητεί και την ίδια της την πίστη, καθώς δοκιμάζεται από εγκόσμιες σκέψεις και πειρασμούς. Η Βάντα επίσης δεν έχει ζωή, βιώνοντας ως αυτο-τιμωρία τον άδικο χαμό τής αδελφής της, απ’ τον οποίο προσδοκά να λυτρωθεί μέσα από αυτή την αναζήτηση. Και οι δύο έχουν την ευκαιρία να απεγκλωβιστούν από τις… «λάθος» γωνίες του φιλμικού κάδρου του Παβλικόφσκι και να ζήσουν ελεύθερες. Ή να καταστραφούν από την τόση αλήθεια…
Πέρα από ένα πικρό σχόλιο στο Ολοκαύτωμα αλλά και την πτώση του κομμουνισμού, η «Ida» δίνει μεγαλύτερο βάρος στο να «μαυρίζει» το συναίσθημα με αυτό το αφαιρετικά φορμαλιστικό καδράρισμα που σαρκάζει το μεταφορικό νόημα του κενού, ανάμεσα ή και πάνω απ’ τα κεφάλια των ηρωίδων του. Ο κυνισμός προφανώς αγγίζει τη θρησκευτική αφοσίωση. Η μοναξιά των κάδρων της Ίντα και της Βάντα δε θα γεμίσει ποτέ από κανένα Θείο Πνεύμα.
Με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο (και για πρώτη φορά με την κάμερα να βαδίζει σπασμωδικά μαζί με την ομώνυμη ηρωίδα), η ταινία του Παβλικόφσκι θα ολοκληρώσει τη ζωή της Ίντα με ένα φινάλε που μπορεί να εκπλήξει μερικούς. Η απόφασή της είναι τόσο τίμια όσο και εκείνη της Βάντα. Η ζωή μας είναι οι ιστορίες μας. Το τέλος τους είναι υποκειμενικό. Χαρούμενο, λυπηρό ή αδιέξοδο. Συχνά και ασήμαντο. Αυτό κι αν χρειάζεται να μας υπενθυμίζει το σινεμά…
- See more at: http://freecinema.gr/movies/ida/#sthash.J8UbqAcN.dpuf
Η ζωή της Άννα ήταν το μοναστήρι, σχεδόν από πάντα. Εκεί μεγάλωσε. Δε θυμάται τίποτα πριν από αυτό. Φυσιολογικά, κάποτε είχε γονείς. Δε γνωρίζει το παραμικρό για εκείνους, όμως. Κι ούτε έχει επιδιώξει να αναζητήσει τις ρίζες της, την ιστορία της εκεί έξω. Γύρω στα 18 της, πλέον, ετοιμάζεται να «αποσυρθεί» από τη ζωή για πάντα.
Η Βάντα είναι η αδελφή της μητέρας της. Είναι δικαστής, αλκοολική, πηδιέται με όποιον σταθεί δίπλα της και το επόμενο πρωινό… πάλι απ’ την αρχή. Ούτε κι αυτή έχει οικογένεια. Κάπως έτσι εξηγείται η επιδίωξή της να συναντήσει την Άννα. Να βάλει στην ψυχή της τα ελάχιστα κομμάτια ενός puzzle οικογενειακών δεσμών που, ίσως, κάποια στιγμή θα μοιάσει με ιστορία.
Η Άννα ήταν κάποτε η Ίντα, το κοριτσάκι ενός ζευγαριού Εβραίων που φυγαδεύτηκε στον πόλεμο για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών. Έκτοτε κανείς δεν ξέρει πού βρίσκονται, πάνω ή κάτω από τη γη. Η Βάντα θα αποπειραθεί ν’ ανοίξει τη «διαθήκη» των γονιών τής Ίντα, θα προσπαθήσει να της αφηγηθεί μια ιστορία που, όμως, μπορεί και να μην αποδεικνύεται, να μη στέκει, να μοιάζει φανταστική. Θα πάρουν τους δρόμους, θα βρουν το παλιό πατρικό, θα αναμετρηθούν με τη σιωπή των ανθρώπων, θα ριψοκινδυνεύσουν για ένα λυτρωτικό φινάλε. Η ιστορία τους δείχνει δυσάρεστη, σε αντίθεση με τα φωτεινά πλάνα του τοπίου, που γεμίζει τις εικόνες αμέτοχο, άχρωμο, αδειανό.
Η μισή γοητεία της «Ida» είναι τα κάδρα της, σε ένα format ασυνήθιστο για το σημερινό σινεμά, που, επιπλέον, μοιάζει να «σημαδεύει»… στο βρόντο! Τα πρόσωπα των ηρώων σχεδόν χωράνε στη βάση του πλάνου, γύρω από τεράστια κενά του περιβάλλοντος χώρου, που σταδιακά αποκτούν μια κάποια ψυχολογική οντότητα. Θα νιώσεις αυτή την έκφραση του κενού στα πλάνα της «Ida». Αυτού του «χωρίς οικογένεια» κόσμου και για τις δύο γυναίκες. Η Ίντα είναι ένα νέο κορίτσι που δεν έζησε ποτέ πραγματικά. Και, πλέον, αισθάνεται να αμφισβητεί και την ίδια της την πίστη, καθώς δοκιμάζεται από εγκόσμιες σκέψεις και πειρασμούς. Η Βάντα επίσης δεν έχει ζωή, βιώνοντας ως αυτο-τιμωρία τον άδικο χαμό τής αδελφής της, απ’ τον οποίο προσδοκά να λυτρωθεί μέσα από αυτή την αναζήτηση. Και οι δύο έχουν την ευκαιρία να απεγκλωβιστούν από τις… «λάθος» γωνίες του φιλμικού κάδρου του Παβλικόφσκι και να ζήσουν ελεύθερες. Ή να καταστραφούν από την τόση αλήθεια…
Πέρα από ένα πικρό σχόλιο στο Ολοκαύτωμα αλλά και την πτώση του κομμουνισμού, η «Ida» δίνει μεγαλύτερο βάρος στο να «μαυρίζει» το συναίσθημα με αυτό το αφαιρετικά φορμαλιστικό καδράρισμα που σαρκάζει το μεταφορικό νόημα του κενού, ανάμεσα ή και πάνω απ’ τα κεφάλια των ηρωίδων του. Ο κυνισμός προφανώς αγγίζει τη θρησκευτική αφοσίωση. Η μοναξιά των κάδρων της Ίντα και της Βάντα δε θα γεμίσει ποτέ από κανένα Θείο Πνεύμα.
Με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο (και για πρώτη φορά με την κάμερα να βαδίζει σπασμωδικά μαζί με την ομώνυμη ηρωίδα), η ταινία του Παβλικόφσκι θα ολοκληρώσει τη ζωή της Ίντα με ένα φινάλε που μπορεί να εκπλήξει μερικούς. Η απόφασή της είναι τόσο τίμια όσο και εκείνη της Βάντα. Η ζωή μας είναι οι ιστορίες μας. Το τέλος τους είναι υποκειμενικό. Χαρούμενο, λυπηρό ή αδιέξοδο. Συχνά και ασήμαντο. Αυτό κι αν χρειάζεται να μας υπενθυμίζει το σινεμά…
- See more at: http://freecinema.gr/movies/ida/#sthash.J8UbqAcN.dpuf
Δεν υπάρχει ζωή δίχως ιστορίες. Ακριβώς όπως συμβαίνει και με το σινεμά. Η «Ida»
ξεκινά χωρίς κάποια προφανή ιστορία, ούτε υπόσχεται κάτι μεγαλόσχημο.
Format 4:3, φιλμ ασπρόμαυρο, αρτίστικο καδράρισμα, minimal ακόμη και ως
«πλοκή». Όλα μαζί, όμως, δημιουργούν μια καλομελετημένη σύνθεση,
που στην πορεία θα φανερώσει το μέγεθος αυτής της ταινίας. Και μονάχα
μετά το τέλος της, θα αισθανθείς πραγματικά αυτό που για λιγότερη από
μιάμιση ώρα παρακολουθούσες με το βλέμμα καρφωμένο, σε τούτες τις
«τετράγωνες», σχεδόν ελλειπτικές εικόνες.
Η ζωή της Άννα ήταν το μοναστήρι, σχεδόν από πάντα. Εκεί μεγάλωσε. Δε θυμάται τίποτα πριν από αυτό. Φυσιολογικά, κάποτε είχε γονείς. Δε γνωρίζει το παραμικρό για εκείνους, όμως. Κι ούτε έχει επιδιώξει να αναζητήσει τις ρίζες της, την ιστορία της εκεί έξω. Γύρω στα 18 της, πλέον, ετοιμάζεται να «αποσυρθεί» από τη ζωή για πάντα.
Η Βάντα είναι η αδελφή της μητέρας της. Είναι δικαστής, αλκοολική, πηδιέται με όποιον σταθεί δίπλα της και το επόμενο πρωινό… πάλι απ’ την αρχή. Ούτε κι αυτή έχει οικογένεια. Κάπως έτσι εξηγείται η επιδίωξή της να συναντήσει την Άννα. Να βάλει στην ψυχή της τα ελάχιστα κομμάτια ενός puzzle οικογενειακών δεσμών που, ίσως, κάποια στιγμή θα μοιάσει με ιστορία.
Η Άννα ήταν κάποτε η Ίντα, το κοριτσάκι ενός ζευγαριού Εβραίων που φυγαδεύτηκε στον πόλεμο για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών. Έκτοτε κανείς δεν ξέρει πού βρίσκονται, πάνω ή κάτω από τη γη. Η Βάντα θα αποπειραθεί ν’ ανοίξει τη «διαθήκη» των γονιών τής Ίντα, θα προσπαθήσει να της αφηγηθεί μια ιστορία που, όμως, μπορεί και να μην αποδεικνύεται, να μη στέκει, να μοιάζει φανταστική. Θα πάρουν τους δρόμους, θα βρουν το παλιό πατρικό, θα αναμετρηθούν με τη σιωπή των ανθρώπων, θα ριψοκινδυνεύσουν για ένα λυτρωτικό φινάλε. Η ιστορία τους δείχνει δυσάρεστη, σε αντίθεση με τα φωτεινά πλάνα του τοπίου, που γεμίζει τις εικόνες αμέτοχο, άχρωμο, αδειανό.
Η μισή γοητεία της «Ida» είναι τα κάδρα της, σε ένα format ασυνήθιστο για το σημερινό σινεμά, που, επιπλέον, μοιάζει να «σημαδεύει»… στο βρόντο! Τα πρόσωπα των ηρώων σχεδόν χωράνε στη βάση του πλάνου, γύρω από τεράστια κενά του περιβάλλοντος χώρου, που σταδιακά αποκτούν μια κάποια ψυχολογική οντότητα. Θα νιώσεις αυτή την έκφραση του κενού στα πλάνα της «Ida». Αυτού του «χωρίς οικογένεια» κόσμου και για τις δύο γυναίκες. Η Ίντα είναι ένα νέο κορίτσι που δεν έζησε ποτέ πραγματικά. Και, πλέον, αισθάνεται να αμφισβητεί και την ίδια της την πίστη, καθώς δοκιμάζεται από εγκόσμιες σκέψεις και πειρασμούς. Η Βάντα επίσης δεν έχει ζωή, βιώνοντας ως αυτο-τιμωρία τον άδικο χαμό τής αδελφής της, απ’ τον οποίο προσδοκά να λυτρωθεί μέσα από αυτή την αναζήτηση. Και οι δύο έχουν την ευκαιρία να απεγκλωβιστούν από τις… «λάθος» γωνίες του φιλμικού κάδρου του Παβλικόφσκι και να ζήσουν ελεύθερες. Ή να καταστραφούν από την τόση αλήθεια…
Πέρα από ένα πικρό σχόλιο στο Ολοκαύτωμα αλλά και την πτώση του κομμουνισμού, η «Ida» δίνει μεγαλύτερο βάρος στο να «μαυρίζει» το συναίσθημα με αυτό το αφαιρετικά φορμαλιστικό καδράρισμα που σαρκάζει το μεταφορικό νόημα του κενού, ανάμεσα ή και πάνω απ’ τα κεφάλια των ηρωίδων του. Ο κυνισμός προφανώς αγγίζει τη θρησκευτική αφοσίωση. Η μοναξιά των κάδρων της Ίντα και της Βάντα δε θα γεμίσει ποτέ από κανένα Θείο Πνεύμα.
Με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο (και για πρώτη φορά με την κάμερα να βαδίζει σπασμωδικά μαζί με την ομώνυμη ηρωίδα), η ταινία του Παβλικόφσκι θα ολοκληρώσει τη ζωή της Ίντα με ένα φινάλε που μπορεί να εκπλήξει μερικούς. Η απόφασή της είναι τόσο τίμια όσο και εκείνη της Βάντα. Η ζωή μας είναι οι ιστορίες μας. Το τέλος τους είναι υποκειμενικό. Χαρούμενο, λυπηρό ή αδιέξοδο. Συχνά και ασήμαντο. Αυτό κι αν χρειάζεται να μας υπενθυμίζει το σινεμά…
- See more at: http://freecinema.gr/movies/ida/#sthash.J8UbqAcN.dpuf
Η ζωή της Άννα ήταν το μοναστήρι, σχεδόν από πάντα. Εκεί μεγάλωσε. Δε θυμάται τίποτα πριν από αυτό. Φυσιολογικά, κάποτε είχε γονείς. Δε γνωρίζει το παραμικρό για εκείνους, όμως. Κι ούτε έχει επιδιώξει να αναζητήσει τις ρίζες της, την ιστορία της εκεί έξω. Γύρω στα 18 της, πλέον, ετοιμάζεται να «αποσυρθεί» από τη ζωή για πάντα.
Η Βάντα είναι η αδελφή της μητέρας της. Είναι δικαστής, αλκοολική, πηδιέται με όποιον σταθεί δίπλα της και το επόμενο πρωινό… πάλι απ’ την αρχή. Ούτε κι αυτή έχει οικογένεια. Κάπως έτσι εξηγείται η επιδίωξή της να συναντήσει την Άννα. Να βάλει στην ψυχή της τα ελάχιστα κομμάτια ενός puzzle οικογενειακών δεσμών που, ίσως, κάποια στιγμή θα μοιάσει με ιστορία.
Η Άννα ήταν κάποτε η Ίντα, το κοριτσάκι ενός ζευγαριού Εβραίων που φυγαδεύτηκε στον πόλεμο για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών. Έκτοτε κανείς δεν ξέρει πού βρίσκονται, πάνω ή κάτω από τη γη. Η Βάντα θα αποπειραθεί ν’ ανοίξει τη «διαθήκη» των γονιών τής Ίντα, θα προσπαθήσει να της αφηγηθεί μια ιστορία που, όμως, μπορεί και να μην αποδεικνύεται, να μη στέκει, να μοιάζει φανταστική. Θα πάρουν τους δρόμους, θα βρουν το παλιό πατρικό, θα αναμετρηθούν με τη σιωπή των ανθρώπων, θα ριψοκινδυνεύσουν για ένα λυτρωτικό φινάλε. Η ιστορία τους δείχνει δυσάρεστη, σε αντίθεση με τα φωτεινά πλάνα του τοπίου, που γεμίζει τις εικόνες αμέτοχο, άχρωμο, αδειανό.
Η μισή γοητεία της «Ida» είναι τα κάδρα της, σε ένα format ασυνήθιστο για το σημερινό σινεμά, που, επιπλέον, μοιάζει να «σημαδεύει»… στο βρόντο! Τα πρόσωπα των ηρώων σχεδόν χωράνε στη βάση του πλάνου, γύρω από τεράστια κενά του περιβάλλοντος χώρου, που σταδιακά αποκτούν μια κάποια ψυχολογική οντότητα. Θα νιώσεις αυτή την έκφραση του κενού στα πλάνα της «Ida». Αυτού του «χωρίς οικογένεια» κόσμου και για τις δύο γυναίκες. Η Ίντα είναι ένα νέο κορίτσι που δεν έζησε ποτέ πραγματικά. Και, πλέον, αισθάνεται να αμφισβητεί και την ίδια της την πίστη, καθώς δοκιμάζεται από εγκόσμιες σκέψεις και πειρασμούς. Η Βάντα επίσης δεν έχει ζωή, βιώνοντας ως αυτο-τιμωρία τον άδικο χαμό τής αδελφής της, απ’ τον οποίο προσδοκά να λυτρωθεί μέσα από αυτή την αναζήτηση. Και οι δύο έχουν την ευκαιρία να απεγκλωβιστούν από τις… «λάθος» γωνίες του φιλμικού κάδρου του Παβλικόφσκι και να ζήσουν ελεύθερες. Ή να καταστραφούν από την τόση αλήθεια…
Πέρα από ένα πικρό σχόλιο στο Ολοκαύτωμα αλλά και την πτώση του κομμουνισμού, η «Ida» δίνει μεγαλύτερο βάρος στο να «μαυρίζει» το συναίσθημα με αυτό το αφαιρετικά φορμαλιστικό καδράρισμα που σαρκάζει το μεταφορικό νόημα του κενού, ανάμεσα ή και πάνω απ’ τα κεφάλια των ηρωίδων του. Ο κυνισμός προφανώς αγγίζει τη θρησκευτική αφοσίωση. Η μοναξιά των κάδρων της Ίντα και της Βάντα δε θα γεμίσει ποτέ από κανένα Θείο Πνεύμα.
Με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο (και για πρώτη φορά με την κάμερα να βαδίζει σπασμωδικά μαζί με την ομώνυμη ηρωίδα), η ταινία του Παβλικόφσκι θα ολοκληρώσει τη ζωή της Ίντα με ένα φινάλε που μπορεί να εκπλήξει μερικούς. Η απόφασή της είναι τόσο τίμια όσο και εκείνη της Βάντα. Η ζωή μας είναι οι ιστορίες μας. Το τέλος τους είναι υποκειμενικό. Χαρούμενο, λυπηρό ή αδιέξοδο. Συχνά και ασήμαντο. Αυτό κι αν χρειάζεται να μας υπενθυμίζει το σινεμά…
- See more at: http://freecinema.gr/movies/ida/#sthash.J8UbqAcN.dpuf
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου